λησμονιάρης

λησμονιάρης
α, ικο забывчивый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "λησμονιάρης" в других словарях:

  • λησμονιάρης — α, ικο [λησμονιά] αυτός που λησμονεί, επιλήσμων, ξεχασιάρης …   Dictionary of Greek

  • λησμονιάρης, -α, -ικο — αυτός που ξεχνάει, ο ξεχασιάρης: Της το θύμισα τρεις φορές γιατί είναι λησμονιάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… …   Dictionary of Greek

  • αλησμονησιάρης — ο [αλησμονησιά] αυτός που έχει την έξη να λησμονά, λησμονιάρης, ξεχασιάρης …   Dictionary of Greek

  • λησμονητής — ο, θηλ. λησμονήτρα [λησμονώ] αυτός που λησμόνησε κάτι, επιλήσμων, λησμονιάρης, ξεχασιάρης …   Dictionary of Greek

  • επιλήσμονας — ο που έχει ασθενική τη μνήμη, που λησμονεί εύκολα, λησμονιάρης, ξεχασιάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»